ἀνειλείθυια

ἀνειλείθυια
ἀνειλείθυια
without the aid of Eileithyia
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανειλείθυια — ἀνειλείθυια, η (Α) [ειλείθυια] (επίθ. της Αθηνάς) α) η γεννημένη χωρίς τη βοήθεια της θεάς του τοκετού Ειλειθυίας β) κόρη, παρθένος …   Dictionary of Greek

  • ἀνειλείθυιαν — ἀνειλείθυια without the aid of Eileithyia fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”